- συμβατή
- συμβατόςliable to happenfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
συμβατός — ή, ό / συμβατός, ή, όν, ΝΑ [συμβαίνω] αυτός που υπόκειται σε σύμβαση, σε συμφωνία («οὐδ ή τῶν μελλόντων ἀδηλότης αὐτῷ συμβατή», Φίλ.) νεοελλ. συμβιβάσιμος, εναρμονιζόμενος, σύμφωνος, ταιριαστός, κατάλληλος … Dictionary of Greek
φωτοπάθεια — η, Ν ζωολ. αντίδραση ορισμένων ζωικών ειδών στο φως, κατά την οποία το άτομο τείνει να τοποθετηθεί σε μια ζώνη τού φωτεινού πεδίου στην οποία η ένταση τού φωτός είναι συμβατή με τον τρόπο ζωής του ή με τις συνήθειες συμπεριφοράς του. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… … Dictionary of Greek
ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια … Dictionary of Greek
πνεύμονες — Το όργανο στο οποίο εκτελείται η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμοσφαιρικού αέρα και αίματος. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο π., δεξιός και αριστερός, και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τη θωρακικής κοιλότητας. Ο κάθε ένας έχει χονδρικά σχήμα πυραμίδας… … Dictionary of Greek